ενικλώ

ενικλώ
ἐνικλῶ, -άω, ποιητ. τ. τού ἐγκλώ (Α)
1. συντρίβω, σπάζω μέσα
2. μτφ. εμποδίζω, ματαιώνω, μηδενίζω μιαν ενέργεια («ἀεὶ γάρ μοι ἕωθεν ἐνικλᾱν, ὅττι κεν εἴπω» — διαρκώς από το πρωί μ' εμποδίζεις, ό,τι κι αν πω, Ομ. Ιλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”